ζυγόδεσμος

ζυγόδεσμος
ο (Α ζυγόδεσμος)
το ζυγόδεσμο
αρχ.
μτφ. ο δεσμός τής αμαρτίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ζυγόδεσμος — yoke band masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζυγοδέσμους — ζυγόδεσμος yoke band masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζυγόδεσμοι — ζυγόδεσμος yoke band masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεσμός — ο (AM δεσμός) 1. το μέσο (σκοινί, ταινία, λουρί) με το οποίο δένεται κάτι 2. σύνδεσμος, σχέση αμοιβαιότητας («έχουν ερωτικό δεσμό», «κατὰ φιλίας δεσμόν», «δεσμοὶ γὰρ οὗτοι πάσης πολιτείας») 3. ο κόμπος 4. φρ. «ο Γόρδιος δεσμός» κόμπος τόσο… …   Dictionary of Greek

  • ζυγοδέτης — ο (κατά τον Ησύχ.) «ζυγόδεσμος, ὁ ἱμὰς τοῡ ζυγού, ὃν ἔνιοι ζυγοδέτην» …   Dictionary of Greek

  • ζυγόδεσμον — yoke band neut nom/voc/acc sg ζυγόδεσμος yoke band masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”